- πελαγωμα
- ne yapacağını şaşırma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πελάγωμα — το το αποτέλεσμα τού πελαγώνω, το να περιπέσει κανείς σε αμηχανία ή σύγχυση εξαιτίας μεγάλων δυσκολιών που συναντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πελάγωμα — το αμηχανία, σαστιμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)